- καταστομιζω
- καταστομίζωκατα-στομίζωзаставлять умолкнуть
(τοὺς βοῶντας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοὺς βοῶντας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταστομίζω — (Α) αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, τού κλείνω το στόμα, αποστομώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στομίζω (< στόμα), πρβλ. εν στομίζω, επι στομίζω] … Dictionary of Greek